Η λαχτάρα του ποιητή
Λαχτάρησε ο ποιητής με όλο του το είναι
να εμψυχώσει το βαλτωμένο νου,
να τον εμπνεύσει ν’ αντικρίσει την ουσία,
να βγάλει φτερά και να πετάξει λεύτερος
τα λόγια του χτύπησαν τις κλειδωμένες πόρτες όλες τις εποχές,
μεσαίωνα, αναγέννηση, διαφωτισμό,
τα λόγια του ήταν εκεί, σ’ όλες τις επαναστάσεις,
σε κάθε στιγμή της ανθρώπινης αγωνίας,
κυνηγήθηκε από τους άμυαλους, χλευάστηκε από τους ανόητους,
μα πάντα ήλπιζε κι αγωνιούσε, πάντα πίστευε στον άνθρωπο
πάντα βούταγε την πένα στο πάθος,
έστυβε με έρωτα το μυαλό να συνταιριάξει τις λέξεις,
να γίνουν κατανοητές, να γίνουν συνείδηση, να ξεσηκώσουν,
να γεμίσουν με κουράγιο και δύναμη τους συμμορφωμένους στα παράλογα,
να δώσουν ζεστασιά και ελπίδα στους φοβισμένους και τρομοκρατημένους της καθημερινής βιοπάλης
κοίταζε μακριά ο ποιητής,
μιλούσε για τα μελλούμενα,
πίστευε πάντα κι έλεγε
“δεν μπορεί, θα έρθει ο καιρός που ο άνθρωπος θα καταλάβει,
που θα μερέψει τα θεριά του, θα μονιάσει με τ’ αδέρφια του,
θα τερματίσει τους ανόητους πολέμους,
θα ξαναγίνει φίλος με τη φύση, με τα δέντρα, με τα ποτάμια, με τα αθώα πλάσματα της δημιουργίας”
και ήρθαν οι καιροί,
και ήρθαν και τα μελλούμενα,
μα του ανθρώπου ο νους δεν άλλαξε, σκλήρυνε μονάχα σαν την πέτρα,
βολεύτηκε και παρέμεινε στα σκοτάδια,
αποδέχτηκε και συνήθισε τη βαρβαρότητα,
εξαργύρωσε φτηνά όλες του τις δυνατότητες
άκαρποι απόμειναν του ποιητή οι σπόροι μπροστά στον ηλίθιο νου
που με πείσμα δεν θέλει να ανθίσει,
που δεν θέλει να σηκώσει το βλέμμα να δει τ’ αστέρια,
τους αμέτρητους κόσμους και τα αχανή σύμπαντα
ο ποιητής απέτυχε, σιώπησε, “αυτοκτόνησε”,
δε βρίσκει πια κουράγιο, τα λόγια στέρεψαν,
μια σκέψη μόνο, που ποτέ δε θέλησε ν’ αποδεχτεί, στοιχειώνει το μυαλό του,
“ό,τι ακουμπά ο “πολιτισμός” του ανθρώπου σ’ αυτή τη γη το πληγώνει,
το χαλά, το καταστρέφει,
γιατί όλες οι επαναστάσεις που έκανε ήτανε για νάχει πιο πολύ ύλη
κι όχι αγάπη”