Η μπαλάντα του Νεοέλληνα
Πως γίναμε έτσι??
Τόσο αδιάφοροι, τόσο ουδέτεροι, τόσο παθητικοί, τόσο ανεύθυνοι και τόσο μικροί?
Αξημέρωτη μοιάζει η νύχτα σε τούτο τον τόπο, κι όσο ο καιρός περνά, πιο πολύ λες και βαθαίνει.
Το ανάστημά μας συρρικνώθηκε, η πλάτη μας καμπούριασε, τα πόδια βάρυναν, γονατίζουμε όλο και πιο πολύ.
Άραγε τι μας φόβισε τόσο ανεπανόρθωτα, πως λησμονήσαμε τις ρίζες μας, του τόπου τα δώρα, τα χρώματα, τις μυρωδιές, το φρέσκο αέρα και το απέραντο γαλάζιο?
Πως χάσαμε κάθε μας σύνδεση, κάθε μας επαφή, με την ανεκτίμητη πνευματική κληρονομιά μας, μια κληρονομιά τόσων αιώνων που θαυμάστηκε και εκτιμήθηκε από όλους τους λαούς της γης, που μας την πρόσφεραν τόσο σπουδαία μυαλά…?
Πως σκόρπισαν στους πέντε ανέμους τόσα ιδανικά, τόσες αξίες, τόσες ιδέες και τόσα οράματα?
Σε ποιά παζάρια, σε ποιούς εμπόρους και με τι ανταλλάγματα ξεπουλήσαμε την ανυπόταχτη και επαναστατημένη μας ταυτότητα, την τόλμη, το θάρρος και την ανθρωπιά μας?
Που πήγε το φιλότιμο??
Αυτό το τόσο μοναδικό μας γνώρισμα που δεν απαντιέται σε καμιά άλλη γλώσσα του κόσμου?
Τι κάνουμε στα παιδιά μας?
Αφήνουμε στα αθώα τα χέρια τους βόμβες αντί για λουλούδια!!
Γιατί δεν μιλάει κανείς? Γιατί σιωπάτε? Γιατί αποστρέφετε το βλέμμα? Ποιός έχει την ευθύνη?
Να, δείτε, απέναντί μας, στο κρύο και άδειο ετούτο δωμάτιο, στέκουν βουβοί και απορημένοι όλοι οι αγωνιστές κι οι δάσκαλοι, όλοι οι ποιητές της ζωής, οι οραματιστές, οι ακούραστοι εργάτες της σκέψης και της γνώσης, οι παθιασμένοι εραστές των τεχνών και της επιστήμης… στέκουν αμίλητοι καθρέφτες, περιμένουν με αγωνία και λαχτάρα να κοιταχτούμε επιτέλους για μια και μόνη φορά, να αντικρίσουμε χωρίς ανόητες δικαιολογίες τους εαυτούς μας, να αναμετρηθούμε με τις πληγές και τη μικρότητά μας, να βγούμε από τα στενά καβούκια μας, να πούμε κάτι αληθινό, να δώσουμε μια εξήγηση πειστική.
Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Ιπποκράτης, Επίκουρος…
Κολοκοτρώνης, Καποδίστριας, Μακρυγιάννης…
Καζαντζάκης, Βάρναλης, Ελύτης, Ρίτσος, Καβάφης, Σεφέρης…
Παπανικολάου, Καραθεοδωρής…
Λιαντίνης, Μίσσιος, Καστοριάδης, Αξελός, Λαμπράκης…
Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Τσιτσάνης, Παπαθανασίου, Αγγελόπουλος…
Μυθοποιήσαμε τα ονόματά τους, θεοποιήσαμε τις περσόνες τους, τους κάναμε δρόμους, πλατείες, βραβεία, θεσμούς…και έτσι εξευτελίσαμε τις ιδέες και τα οράματά τους, γιατί ποτέ δεν σκύψαμε και δεν βυθιστήκαμε με σεβασμό και ανοιχτοσύνη στα μυαλά μας μέσα σ’ αυτά, δεν ανακαλύψαμε τον σπάνιο πλούτο τους και μονάχα περηφανευόμαστε για τα ονόματα.
Τις ιδέες και τα οράματά τους θέλανε όλοι αυτοί να μελετήσουμε, να κατανοήσουμε, να θυμόμαστε…όχι τα ονόματά τους.
Και περιμένουν, ακόμα περιμένουν, ακούραστα, υπομονετικά, πολλά χρόνια, να καταλάβουνε την συμπεριφορά μας, την ανωριμότητά μας, το διχασμό μας, να συνειδητοποιήσουνε τι κάνουμε, που πάμε, το γιατί ξεπουλιόμαστε…θέλουνε να μάθουνε τι κάναμε όλο αυτό τον πνευματικό πλούτο που μας πρόσφεραν απλόχερα…
…κι εμείς σιωπούμε, υπεροπτικά και πεισματικά, για χρόνια πολλά, σαν κακομαθημένα παιδιά των βορείων προαστίων, ανεύθυνοι ως την ύστατη στιγμή, ως τη στιγμή της ελεύθερης πτώσης μας στην άβυσσο της ιστορίας, τη στιγμή της ολοκληρωτικής παράδοσής μας στον επερχόμενο ορμητικό φασιστικό ολοκληρωτισμό που σαν στόχο έχει τον αφανισμό του ελεύθερου ανθρώπου.
Κι εμείς, οι λιγοστοί θεματοφύλακες του γνήσιου ελεύθερου ανθρώπινου πνεύματος, λησμονήσαμε τούτη την βαριά κληρονομιά, την αποποιηθήκαμε, λες και πάθαμε συλλογική αμνησία και κάναμε το έργο των εχθρών του ελεύθερου ανθρώπου εύκολη υπόθεση.
Εμείς το κάναμε αυτό, εμείς!!!
Όλοι αυτοί οι σπουδαίοι δάσκαλοι της ράτσας, με τα έργα και το παράδειγμά τους, μας έμαθαν τι θα πει Άνθρωπος, τι θα πει Έλληνας, μας δίδαξαν τι είναι ο ελεύθερος Άνθρωπος, τι είναι ο Έλληνας, κι εμείς, οι Νεοέλληνες, απόμακροι και ρηχοί, σαπίζουμε σαν τα μπάσταρδα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς ρίζες, χωρίς σκοπό και χωρίς κοινά όνειρα.
Όλοι αυτοί μας δίδαξαν την ουσία του ανθρώπου, την αξία να ζει και να σκέφτεται κανείς ελεύθερος, κι εμείς όλα αυτά τα ξεπουλήσαμε για ένα σπίτι, ένα αμάξι, μια οικογένεια, ένα κόμμα, μια θρησκεία, μια καριέρα, μια θεσούλα, λεφτά, πιστωτικές κάρτες, διακοπές, διασκέδαση και ξεφάντωμα τα Σαββατόβραδα, διακοπές, ψεύτικες και χρηστικές συναναστροφές για να μην νοιώθουμε μόνοι κι άδειοι.
Επαναστάτες του κώλου, δημοκράτες με φασιστικές συμπεριφορές, κριτές των πάντων, ανθρωποφάγοι σχολιαστές, προνομιούχοι βολεψάκηδες, προοδευτικοί κολλημένοι στο παρελθόν, ξερόλες, λαμόγια, χαβαλέδες, μοδάτοι, καλοστημένα προφίλ που πουλάνε δανεικές εξυπνάδες στα κοινωνικά δίκτυα για να κρύψουν την πλήξη και την ανία τους, συμμορφωμένοι και εμβολιασμένοι ιδιώτες, πρεζάκια-χρήστες…
…χρήστες κι όχι γνώστες, γιατί δεν ψάχνουμε βαθύτερα, δεν αναζητάμε την αλήθεια, δεν αμφισβητούμε τις “αυθεντίες”, μόνο καταναλώνουμε με μανία, μόνο αυτό ξέρουμε, να καταναλώνουμε τα πάντα, και να είμαστε όλη μέρα σκυμμένοι πάνω από τις μικροσκοπικές μας οθόνες, πάνω από τις έξυπνες ψηφιακές συσκευές μας και δίπλα σουβλάκια, πίτσες, αλκοόλ και ναρκωτικά.
Είχαμε τη σπάνια τύχη και όλη του σύμπαντος την εύνοια, η σοφία του, να μας ακουμπήσει κάτω από τον βαθύ ίσκιο μιας αιωνόβιας κι ευλογημένης ελιάς, δίπλα στην πέτρα και το θυμάρι, εκεί που φύσαγε το δροσερό το αεράκι ενός καλοκαιριού ατελείωτου,
δίπλα σε τρεχούμενα νερά, δίπλα στα μαγικά βοτάνια και το μεθυστικό κρασί των θεών, στον τόπο που συνήθιζαν να υμνούν τη ζωή και τον άνθρωπο…
…κι ποτέ δεν είπαμε ένα “ευχαριστώ”, ποτέ δεν νοιώσαμε και δεν πονέσαμε ετούτο τον τόπο, γιατί ποτέ δεν κοπιάσαμε γι’ αυτόν, γιατί μας προσφέρθηκαν όλα έτοιμα και γι’ αυτό εύκολα και ασυνείδητα, όλα τα ξεπουλήσαμε στους καιροσκόπους και στους διεφθαρμένους εμπόρους των λαών.
Η γλώσσα, η ιστορία, ο πολιτισμός και η γη είναι τα βασικά στοιχεία που ενώνουν και διατηρούν την ομοιογένεια ενός λαού.
Κι εμείς, τι τα κάναμε όλα αυτά? Τα εξευτελίσαμε, τα υποτιμήσαμε, τα διαφθείραμε και τα διαστρεβλώσαμε ολοκληρωτικά…μέσα σε ελάχιστα χρόνια.
Το μέγεθος της αντίστασής μας απέναντι σε κάθε τι άδικο, απάνθρωπο και παράλογο καθορίζεται απόλυτα από το μέγεθος των προνομίων που απολαμβάνει ο καθένας μας, το ίδιο και το μέγεθος της ευθύνης μας μπροστά σε κάθε έγκλημα που διαπράττεται ωμά μπροστά στα μάτια μας κάθε στιγμή.
Θεωρητικά θέλουμε ένα κόσμο καλύτερο αλλά δεν θέλουμε ν’ απαρνηθούμε κανένα από τα ατομικά προνόμια του μικρόκοσμού μας.
Και ολοκληρωτικά τυφλοί αδυνατούμε παντελώς να δούμε τι κάνουμε στα παιδιά μας και στις επόμενες γενιές.
Κατακρεουργούμε τα φτερά και τα όνειρά τους, τα διώχνουμε μακριά, τα “αφοπλίζουμε” και τα στοιβάζουμε στα σύγχρονα ψηφιακά κελιά, για να μάθουν να είναι καλοί και υπάκουοι σκλάβοι, απέναντι σ’ ένα απάνθρωπο φασιστικό σύστημα, που εμείς ταΐσαμε και το κάναμε ένα αυταρχικό κι ανήμερο θεριό.
Η κάθε νέα γενιά φτωχαίνει όλο και πιο πολύ σε αξιακές αναφορές και σε πανανθρώπινα ιδανικά.
Και θάρθει, θα δεις, η μέρα που θα γεννηθεί μια γενιά που δεν θάχει καμία πια πνευματική αναφορά σε αληθινές ανθρώπινες αξίες, θα είναι μια γενιά στείρα, φτιαγμένη από τη δική μας συλλογική λήθη.
Η λεγόμενη Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση μας έπιασε για τα καλά στον ύπνο το βαθύ και έχει κάνει ήδη άγρια έφοδο στα σπίτια μας, στα μυαλά μας, με τη συναίνεσή μας, χωρίς να έχουμε ιδέα για τις προθέσεις των διεστραμμένων σχεδιαστών της.
Δεν έχουμε ιδέα τι μας γίνεται γιατί όλα γίνονται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, γιατί τρέχουμε με τρελούς ρυθμούς να προλάβουμε, δεν ξέρουμε τι, τρέχουμε γιατί έτσι μας λένε, γιατί μας ταΐζουν κουτόχορτο και φτηνή διασκέδαση κι εμείς το απολαμβάνουμε.
Είναι μια πρωτόγνωρη Τεχνοφασιστική Επανάσταση που στόχος της δεν είναι να αλλάξει και να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του ανθρώπου, όπως έκαναν οι προηγούμενες Βιομηχανικές Επαναστάσεις, κύριο “προϊόν” της είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, στόχος της είναι να αλλάξει ο άνθρωπος δομικά, θεμελιακά, ν’ αλλάξουν βασικά του στοιχεία απ’ αυτά που ξέρουμε μέχρι σήμερα και να γίνει ένα απόλυτα κατευθυνόμενο και ελεγχόμενο ανθρωπορομπότ.
Κι εμείς ακόμα κοιμόμαστε, ακόμα ελπίζουμε, ακόμα πιστεύουμε, ακόμα ψηφίζουμε, ακόμα διχαζόμαστε δεξιά κι αριστερά και στηρίζουμε αυτό τον παραλογισμό,
ακόμα ξεπουλάμε τον ευλογημένο αυτό τόπο, τη σοφία, τον πλούτο και τα μυστικά του, χάνοντας για πάντα τη μοναδική ευκαιρία να κάνουμε τα δικά μας παιδιά περήφανα για μας, τους γονιούς τους.
Κι εγώ, άλλος ένας ίσως ανόητος ονειροπόλος παλιάς κοπής, ένας εκτός μόδας πεισματάρης σε μοναχικό παραλήρημα, να μονολογώ ακατανόητα και στενάχωρα για τους πολλούς πράγματα, χωρίς ακόμα να μπορώ να αποδεχτώ την ήττα του γνήσιου ανθρώπου από το κατασκεύασμά του, το άθλιο παιδιάστικο υπερεγώ του.
Αφήστε μια απάντηση