Reunion ή Οι υπάκουοι
Θέλω να σας μιλήσω για μια πολύ ξεχωριστή και βαθιά ανθρώπινη παράσταση που κατάφερα να δω έστω στην τελευταία της μέρα…στην πτώση της αυλαίας!!
Reunion ή Οι υπάκουοι ο τίτλος της.
Συντελεστές της άνθρωποι- καλλιτέχνες που ολοφάνερα εργάζονται με πάθος και πίστη στη θεατρική τους τέχνη από μια πολύ ιδιαίτερη και σπάνια οπτική γωνία, καλλιτέχνες που με το ερμηνευτικό τους παίξιμο, πολύ γρήγορα μεταμορφώνονται σε “δικούς μας ανθρώπους”.
Το Reunion ή Οι υπάκουοι είναι μια παράσταση στημένη επάνω στο πολύ δυνατό, ειλικρινές, αιχμηρό και πέρα για πέρα αληθινό κείμενο της Άννας Ετιαρίδου (η οποία συμπρωταγωνιστεί) και στην υπέροχη σκηνοθεσία του Κώστα Δελακούρα (που συμπρωταγωνιστεί και αυτός).
Ένα κείμενο που δεν μασάει τα λόγια του γιατί η ανάγκη του είναι να εκφράσει αλήθειες όσο κι αν αυτές πονάνε ή πληγώνουνε, γιατί η ανάγκη του είναι κάποια στιγμή να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας και να μιλάμε και για όσα μας πονάνε χωρίς σωσίβια ή δίχτυα προστασίας.
Προσωπικά αυτό που ένοιωθα πολύ έντονα καθώς η παράσταση εξελισσόταν ήταν να θέλω έντονα να συμμετάσχω κι εγώ στις συζητήσεις και στις αγωνίες των πρωταγωνιστών…κάτι που καταδεικνύει το αυθεντικό και γνήσιο παίξιμο όλων των παιδιών.
Τέσσερις άντρες και τέσσερις γυναίκες σύγχρονοι 45άρηδες, συμμαθητές και κολλητοί από τα γυμνασιακά χρόνια, συναντιούνται στο σπίτι δύο εξ αυτών στον Παρνασσό, οι οποίοι έχουν φτιάξει οικογένεια, για να περάσουν τις διακοπές της Πρωτοχρονιάς.
Μίνι Reunion δηλαδή έπειτα από πολλά χρόνια όπου σιγά σιγά ξετυλίγονται συναισθήματα και χαραχτήρες, μνήμες ευχάριστες και δυσάρεστες, απολογισμοί, όνειρα, αποτυχίες, αυτοκριτική, αλληλοκατηγορίες και όταν ο συναισθηματικός άνεμος ανεβάζει τα μποφόρ του τότε διαδραματίζεται το ολοκληρωτικό ξεβράκωμα.
Ένα ξεβράκωμα οργισμένο και λυτρωτικό, ένα ξεβράκωμα βαθιά αληθινό, απ’ αυτά που δυστυχώς δεν συνηθίζονται και τόσο μέσα στις σύγχρονες παρέες των 45άρηδων, οι οποίοι βιώνοντας τον ατελείωτο πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό εγκλεισμό στην ασχήμια, στην αδικία και στα τεχνητά αδιέξοδα, το μόνο που αναζητούν είναι εκτόνωση, χαβαλές, ελαφρότητα, φαί και πιοτί.
Η παράσταση είναι επικεντρωμένη στον απολογισμό μιας γενιάς που τα βρήκε σχεδόν όλα έτοιμα από την προηγούμενη μεταπολεμική γενιά, η οποία αγωνίστηκε με πολλές προσωπικές της στερήσεις ν’ αφήσει, τουλάχιστον, ένα κεραμίδι για τα παιδιά της, και η γενιά των 45άρηδων, έχοντας αυτό το θετικό επιπλέον αβαντάζ, αντί να ονειρευτεί πέρα από συντηρητικά πλαίσια και να χτίσει το δικό της όραμα, αντί να αλλάξει ριζικά αυτό τον άδικο, χαοτικό και ανισόρροπο κόσμο, προτίμησε ν’ αράξει, να απολαύσει τα μικρά ή μεγάλα της προνόμια, να αρπάξει τις ευκαιρίες ακόμα και αν αυτές ήταν ανήθικες ή εγωκεντρικές, να βρει μια καλή θεσούλα και να ζήσει με “ασφάλεια” επιφανειακά, συμμορφωμένη με τον πολιτισμό του χαβαλέ και της λαμογιάς, της ανευθυνότητας και του “έλα μωρέ κούλαρε, εμείς θ’ αλλάξουμε τον κόσμο”?
Ο απολογισμός μιας γενιάς που λησμόνησε να την απασχολήσει το ερώτημα
“καλά, και στα παιδιά μας τι θ’ αφήσουμε? Για τι πράγμα θα μας θυμούνται, για τι πράγμα θα είναι αυτά περήφανα για μας?”
Το κείμενο ήταν σπουδαίο γιατί λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους (άλλα τόσα χρειάζονταν αλλά τεσπα…), το παίξιμο αυθόρμητο και αληθινό, η σκηνοθεσία και η όλη αισθητική της σκηνής και του χώρου έδιναν απίστευτα καθαρή την αίσθηση ότι κι εσύ ο θεατής συμμετέχεις σε όλα όσα διαδραματίζονταν.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους συντελεστές που για δύο ώρες έδωσαν ρυθμό και συναισθήματα και στις δικές μου ανάλογες ανησυχίες και για ακόμα μια φορά μ’ έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι δεν είμαι μόνος…
Εις το επανιδείν παιδιά…
Υ.Γ. Αφιερωμένο στους συντελεστές της παράστασης.
“Ας πιούμε στην υγειά των τρελών, των απροσάρμοστων, των επαναστατών, των ταραχοποιών.
Σε αυτούς που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά, που δεν τιμούν τους κανόνες, που δεν σέβονται την τάξη…
Μπορεί να τους επαινέσεις, να διαφωνήσεις, να τους τσιτάρεις, να δυσπιστήσεις, να τους δοξάσεις ή να τους κακολογήσεις.
Αλλά δεν μπορείς να τους αγνοήσεις.
Γιατί αλλάζουν πράγματα.
Βρίσκουν, φαντάζονται, βοηθάνε, ερευνούν, φτιάχνουν, εμπνέουν.
Σπρώχνουν μπροστά τα πάντα.
Ίσως, πρέπει να είναι τρελοί.
Πώς αλλιώς θα κοιτάξουν ένα άδειο καμβά και θα δουν έργο τέχνης;
Ή θα καθίσουν στη σιωπή και θ’ ακούσουν τραγούδι που δεν έχει γραφτεί;
Εκεί που κάποιοι βλέπουν τρελούς, εμείς βλέπουμε μεγαλοφυΐες.
Γιατί οι άνθρωποι που είναι αρκετά τρελοί για να πιστεύουν ό,τι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, είναι αυτοί που στο τέλος το κάνουν.”
Τζακ Κέρουακ
Αφήστε μια απάντηση